- ἑξηκοστῇ
- ἑξηκοστόςsixtiethfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑξηκοστή — ἑξηκοστός sixtieth fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξηκοστῆι — ἑξηκοστῇ , ἑξηκοστός sixtieth fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδαμάντινος — η, ο (Α ἀδαμάντινος, ίνη, ινον) [ἀδάμας] νεοελλ. 1. ο κατασκευασμένος από αδάμαντα ή ο στολισμένος με διαμάντια, διαμαντένιος 2. ο σκληρός, στερεός ή διαυγής σαν διαμάντι 3. φρ. «αδαμάντινοι γάμοι», η εξηκοστή επέτειος τών γάμων ενός ζευγαριού… … Dictionary of Greek
εξηκονθήμερος — ἐξηκονθήμερος, ον (Α) αυτός που συμβαίνει την εξηκοστή ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξήκοντα + ημέρα] … Dictionary of Greek
εξηκοσταίος — ἑξηκοσταῑος, α, ον (Α) [εξηκοστός] αυτός που συμβαίνει την εξηκοστή ημέρα … Dictionary of Greek
εξηκοστός — ή, ό (AM ἑξηκοστός, ή, όν, Α και ἐξήκοιστος) 1. αυτός που στη σειρά έχει τον αριθμό εξήντα («ἥκειν ἐς ἑξηκοστὴν ἡμέραν», Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το εξηκοστό(ν) καθένα από τα εξήντα ίσα μέρη ενός συνόλου αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑξηκοστή δασμός… … Dictionary of Greek